dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
βανδαλισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vandalismus
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
βανδαλισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zerstörungswut
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
βανδαλισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Hooliganismus
Ⓦ
Ⓖ
…