dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
βία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gewalt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
βία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Eile
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
βία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Nötigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
βία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Stärke
Ⓦ
Ⓖ
…
!
βία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kraft
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)