dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
βάρβαρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Barbar
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
βάρβαρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
barbarisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)