dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
αχρηστία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Nichtgebrauch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αχρηστία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unbrauchbarkeit
Ⓦ
Ⓖ
…