dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αχαριστία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Undankbarkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
αχαριστία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Undank
Ⓦ
Ⓖ
…