dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
αυτοεξευτελίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich selbst bloßstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αυτοεξευτελίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich selbst erniedrigen
Ⓦ
Ⓖ
…