dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αυτοδημιούργητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
selbstgemacht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αυτοδημιούργητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Selfmade-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αυτοδημιούργητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Selfmademan
Ⓦ
Ⓖ
…