dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αυτοδίδακτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
autodidaktisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αυτοδίδακτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Autodidakt
Ⓦ
Ⓖ
…