dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
ατύχημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Unfall
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
ατύχημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Unglück
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
ατύχημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Unglücksfall
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)