dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
ατσαλένιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stählern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ατσαλένιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stahlhart
Ⓦ
Ⓖ
…