dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ατέλειωτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unendlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ατέλειωτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
endlos
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ατελείωτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
endlos
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ατελείωτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nicht fertig gestellt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ατελείωτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unendlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ατελείωτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unfertig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ατελείωτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unvollendet
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ατέλειωτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
endlos
Ⓦ
Ⓖ
…