dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
ασύδοτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
immun
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ασύδοτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Immunität genießend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ασύδοτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zügellos
Ⓦ
Ⓖ
…