dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
αστυνομική υπάλληλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Polizeibeamtin
Ⓦ
Ⓖ
…