dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
ασανσέρ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fahrstuhl
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
ασανσέρ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lift
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ασανσέρ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Aufzug
Ⓦ
Ⓖ
…