dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αρχική θέση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausgangsposition
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αρχική θέση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Grundstellung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αρχική θέση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausgangslage
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)