dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αρχαιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Altertum
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αρχαιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Antiquität
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αρχαιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Antike
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αρχαιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Dienstalter
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)