dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
αρχαιοκάπηλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Archäologenhändler
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αρχαιοκάπηλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Antiquitätenhändler
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αρχαιοκάπηλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Antiquitätenhehler
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αρχαιοκάπηλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Antiquitätenschieber
Ⓦ
Ⓖ
…