dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αρρωσταίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erkranken
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αρρωσταίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
krank machen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αρρωσταίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
krank werden
Ⓦ
Ⓖ
…