dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αριστοκρατία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Aristokratie
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αριστοκρατία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Adel
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)