dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
αρθριτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
an Arthritis leidend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αρθριτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
arthritisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αρθριτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mit Arthritis zusammenhängend
Ⓦ
Ⓖ
…