dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αποτέφρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Einäscherung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αποτέφρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Feuerbestattung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)