dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αποσύνδεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Abmelden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αποσύνδεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Trennung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αποσύνδεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zersetzung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αποσύνδεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Trennung vom Netz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αποσύνδεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zerlegung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αποσύνδεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Abbau
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αποσύνδεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verfall
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αποσύνδεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Auflösung
Ⓦ
Ⓖ
…