dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αποστερώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aberkennen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αποστερώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
berauben
Ⓦ
Ⓖ
…