dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αποσπασματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fragmentarisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αποσπασματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bruchstückhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αποσπασματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausschnittsweise
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αποσπασματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
in Ausschnitten
Ⓦ
Ⓖ
…