dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αποσάθρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Verfaulen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αποσάθρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verwitterung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αποσάθρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zersetzung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αποσάθρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zerfall
Ⓦ
Ⓖ
…