dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
απορώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich wundern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απορώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stutzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απορώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stutzig werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απορώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
staunen
Ⓦ
Ⓖ
…