dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αποπροσανατολίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die Orientierung verlieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αποπροσανατολίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwirrt sein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποπροσανατολίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
desorientiert sein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποπροσανατολίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwirren
Ⓦ
Ⓖ
…