dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αποπατώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auf die Toilette gehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποπατώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einen Haufen machen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποπατώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kot ausscheiden
Ⓦ
Ⓖ
…