dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
απομόνωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vereinsamung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
απομόνωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Isolation
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
απομόνωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Isolierung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
απομόνωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beschlagnahme
Ⓦ
Ⓖ
…