dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
αποθρασύνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dreist werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποθρασύνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich erdreisten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποθρασύνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übermütig werden
Ⓦ
Ⓖ
…