dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
αποθήκη ανταλλακτικών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ersatzteillager
Ⓦ
Ⓖ
…