dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αποδημία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Auswanderung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αποδημία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Emigration
Ⓦ
Ⓖ
…