dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
απογαλακτίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abstillen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απογαλακτίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entwöhnen
Ⓦ
Ⓖ
…