dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίρρημα
απλά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einfach
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
άπλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Raum
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
απλά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schlichtweg
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)