dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
απιστώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
misstrauen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
απιστώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
untreu sein
Ⓦ
Ⓖ
…