dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
απεργός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Streikende
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)