dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
απειθαρχία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Undiszipliniertheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
απειθαρχία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Disziplinlosigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
απειθαρχία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zuchtlosigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…