dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
απαρτίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auffüllen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απαρτίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vervollständigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απαρτίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bilden
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)