dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
απάγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verschleppen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
απάγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kidnappen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απάγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entführen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)