dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ανυπόμονος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ungeduldig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ανυπόμονος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hastig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ανυπόμονος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ruhelos
Ⓦ
Ⓖ
…