dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αντλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schöpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αντλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herleiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αντλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pumpen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)