dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αντιπραγματισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Tauschgeschäft
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
αντιπραγματισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Naturalwirtschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αντιπραγματισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Tausch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αντιπραγματισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Tauschhandel
Ⓦ
Ⓖ
…