dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αντιλογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Widerspruch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αντιλογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Widerwort
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αντιλογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gegenrede
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)