dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
ανταγωνισμός εξοπλισμών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Rüstungswettlauf
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ανταγωνισμός εξοπλισμών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Wettrüsten
Ⓦ
Ⓖ
…