dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ανισότητα εισοδήματος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Einkommensgefälle
Ⓦ
Ⓖ
…