dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ανεπτυγμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausgebildet
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ανεπτυγμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entwickelt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανεπτυγμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erarbeitet
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)