dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αναχρονιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anachronistisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αναχρονιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unzeitgemäß
Ⓦ
Ⓖ
…