dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ανασφάλεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unsicherheit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)