dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αναστατώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufregen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αναστατώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durcheinanderbringen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναστατώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufwühlen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναστατώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erregen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναστατώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
in Aufruhr bringen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναστατώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stören
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναστατώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwirren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναστατώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durcheinander bringen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναστατώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
in Unordnung bringen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναστατώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
in Aufruhr versetzen
Ⓦ
Ⓖ
…