dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αναπνευστήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Atemgerät
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
αναπνευστήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schnorchel
Ⓦ
Ⓖ
…